interminable

Προφορά της λέξης:  US [ɪnˈtɜrmɪnəb(ə)l] UK [ɪnˈtɜː(r)mɪnəb(ə)l]
  • adj.Μακρά? Ατελείωτες
  • WebΑπεριόριστη? Ατελείωτες? Δεν έχει τέλος
adj.
1.
Συνεχίζοντας για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ένα βαρετό ή ενοχλητικό τρόπο
adj.