interments

Προφορά της λέξης:  US [ɪnˈtɜrmənt] UK [ɪnˈtɜː(r)mənt]
  • n.Θάψει
  • WebΚηδεία? Ταφή· Ταφή
n.
1.
η πράξη της ταφή ενός νεκρού προσώπου
n.