intermediary

Προφορά της λέξης:  US [ˌɪntərˈmidiˌeri] UK [ˌɪntə(r)ˈmiːdiəri]
  • n.Μεσάζοντες? Ο διευκολυντής
  • adj.Ενδιάμεσος? Μέσα μαζικής ενημέρωσης· Ενδιάμεσα
  • WebΔιαμεσολαβητή· Μεσάζοντες? Μεσάζοντες
n.
1.
κάποιος που μιλά σε καθένα από τα πρόσωπα ή οι ομάδες συμμετέχουν σε κάτι, συνήθως να μεταβιβάσετε τις πληροφορίες από το ένα στο άλλο ή να προσπαθούν να πείσουν τους να συμφωνήσουν μεταξύ τους