intentionality

Προφορά της λέξης:  US [ɪnˌtenʃə'nælɪtɪ] UK [ɪnˌtenʃə'nælɪtɪ]
  • n.Αποβλεπτικότητα (Luo)
  • WebΣκοπούµενη απάτη. Αποβλεπτικότητα? Σκοπός