instinctive

Προφορά της λέξης:  US [ɪnˈstɪŋktɪv] UK [ɪn'stɪŋktɪv]
  • adj.Ένστικτο? Διαισθητικά? Γεννήθηκε
  • WebΔιαισθητικά? Σημαίνει ένστικτο? Από ένστικτο
adj.
1.
γίνει χωρίς σκέψη, λόγω μια φυσική τάση ή ικανότητα