installant

Προφορά της λέξης:  UK [ɪn'stɔːlənt]
  • n.Διορισθέντες
n.
1.
κάποιος που διορίζει κάποιος άλλος σε μια συγκεκριμένη θέση ή κάποιον άλλο inducts επισήμως στο γραφείο