inspiriting

Προφορά της λέξης:  US [ɪn'spɪrɪtɪŋ] UK [ɪn'spɪrɪtɪŋ]
  • v.Κίνητρο
  • WebΣυναρπαστικό
v.
1.
να δώσει ενέργεια ή θάρρος σε κάποιον