inductance

Προφορά της λέξης:  US [ɪn'dʌktəns] UK [ɪn'dʌktəns]
  • n.Αυτεπαγωγή
  • WebΑυτεπαγωγή αξίες· Αυτεπαγωγή? Αυτεπαγωγή
n.
1.
η ιδιότητα του ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή συσκευή με την οποία μία ηλεκτρεγερτική δύναμη έχει δημιουργηθεί από μια αλλαγή του ρεύματος σε αυτό ή σε ένα κύκλωμα κοντά σε αυτό.