indoctrinate

Προφορά της λέξης:  US [ɪnˈdɑktrɪˌneɪt] UK [ɪnˈdɒktrɪneɪt]
  • v.Αναγκάζοντας (πεποίθηση ή δόγμα)
  • WebΚατήχηση? Μαθήματα που πήραμε Διδασκαλία
v.
1.
να διδάξει κάποιος ένα σύνολο πεποιθήσεων τόσο λεπτομερώς ότι δεν αποδέχονται οποιεσδήποτε άλλες ιδέες