incontrovertibly

Προφορά της λέξης:  US [ɪnˌkɒntrəˈvɜː(r)təb(ə)lɪ] UK [ˌɪnkɒntrə'vɜːtəbli]
  • adv.Δεν υπάρχει αμφιβολία
  • WebΔεν υπάρχει αμφιβολία
adv.
1.
< επίσημη > πραγματικά, αδύνατο να αμφιβάλλουν για
adv.
1.
<<>  truly, impossible to doubt