inconsistency

Προφορά της λέξης:  US [ˌɪnkənˈsɪstənsi] UK [.ɪnkən'sɪstənsi]
  • na.Η παραλλαγή "inconsistence"
  • WebΑντίφαση? Ασυνεπής? Ασυνέπεια
n.
1.
κάτι που δεν ταιριάζει με κάτι άλλο
2.
η κατάσταση της ύπαρξης ασυνεπής
na.
1.
Η παραλλαγή του inconsistence