incomer

Προφορά της λέξης:  US ['ɪn.kʌmər] UK ['ɪn.kʌmə(r)]
  • n.Νέους ανθρώπους? Μετανάστευση
  • WebΈρχονται σε? Οι νεοφερμένοι? Ο διάδοχος
n.
1.
κάποιος που εγκαθίσταται σε ένα μέρος όπου αυτός ή αυτή δεν είχε γεννηθεί
2.
κάποιος που έρχεται να ζήσει σε ένα μέρος