holidaymaker

Προφορά της λέξης:  US ['hɑlɪdeɪ.meɪkər] UK ['hɒlɪdeɪ.meɪkə(r)]
  • n.Παραθεριστές
  • WebΠαραθεριστές
n.
1.
κάποιος που είναι σε διακοπές.
n.