heaped

Προφορά της λέξης:  US [hipt] UK [hiːpt]
  • adj.Πλήρους (κειμένου κουτάλια, κλπ)
  • v."Σωρός", αόριστο και την μετοχή αορίστου
  • WebΣύντροφος του καφέ
adj.
1.
υπερπλήρης
v.
1.
Το αόριστος και παθητική μετοχή του σωρού
adj.
v.