headset

Προφορά της λέξης:  US [ˈhedˌset] UK ['hed.set]
  • n.Ακουστικά
  • abbr.(=
  • WebΑκουστικό? κορδέλα στυλ κάσκα ακουστικών λειτουργία
abbr.
1.
(= ακουστικών)
n.
1.
ένα κομμάτι του εξοπλισμού που φοράτε πέρα από τα αυτιά σας με ένα μέρος να μιλάτε σε, συνδεδεμένο με ένα τηλέφωνο ή το ραδιόφωνο
abbr.
1.
(= headphone) 
n.