handspike

Προφορά της λέξης:  US ['hænˌspaɪk] UK ['hænspaɪk]
  • na.Putter
  • WebΧειρομοχλό? Το handspike? Ξύλο Στύλος
n.
1.
μια μεταλλική μπάρα που χρησιμοποιείται ως μοχλός
n.
1.
a metal bar used as a lever