grudges

Προφορά της λέξης:  US [ɡrʌdʒ] UK [ɡrʌdʒ]
  • n.Δυσαρέσκεια? Κακόβουλο
  • v.Ζηλιάρης? Δεν θέλει να δώσει? Αρχαία παράπονα
  • WebΈχθρα
v.
1.
να δώσω κάτι χωρίς να θέλει να
n.
1.
ένα συναίσθημα του θυμού προς κάποιον επειδή έχουν κάνει κάτι για να σας ότι δεν φαίνεται σωστό ούτε δίκαιο