fylfot

Προφορά της λέξης:  US ['fɪlfɒt] UK ['fɪlfɒt]
  • n. γλύφοι
  • WebFylfot
n.
1.
ένα διακοσμητικό ή θρησκευτικό σύμβολο με τη μορφή ενός σβάστικα