forestalling

Προφορά της λέξης:  US [fɔrˈstɔl] UK [fɔː(r)ˈstɔːl]
  • v.Σταματήσει? Μονοπώλιο? Πλεονέκτημα? Έναρξη
  • WebΕνδεχόμενο και θρίαμβο. Η εξαγορά? Προτίμησης δράσεις να καταστρέψει
v.
1.
για να αποτρέψετε κάτι συμβαίνει από λέει ή κάνει κάτι πριν μπορεί να συμβεί