flameproofs

Προφορά της λέξης:  US [ˈfleɪmˌpruf] UK [ˈfleɪmˌpruːf]
  • adj.Ανθεκτικό στη φωτιά? Φωτιά
  • WebΈκρηξη-απόδειξη? Έκρηξη-απόδειξη? Φωτιά
adj.
1.
δεν είναι εύκολα να καταστραφεί από πυρκαγιά ή φλόγες
adj.