- adj.Ανθεκτικό στη φωτιά? Φωτιά
- WebΈκρηξη-απόδειξη? Έκρηξη-απόδειξη? Φωτιά
adj. | 1. δεν είναι εύκολα να καταστραφεί από πυρκαγιά ή φλόγες |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: flameproofs
- Προσθέτοντας ένα γράμμα δεν αποτελεί νέο αγγλικές λέξεις.
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το flameproofs, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με flameproofs, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν flameproofs ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με flameproofs
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : f fl flam flame la lam lame a am m me e p pro proof proofs r roo roof roofs of f fs s
- Βασίζεται σε flameproofs, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: fl la am me ep pr ro oo of fs
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με flameproofs από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με flameproofs :
flameproofs -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν flameproofs :
flameproofs -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με flameproofs :
flameproofs