fanaticizing

  • v.Προκαλέσει να? (Αιτία να) γίνει ένας φανατικός? () Μανία
  • WebΚάνει μανία
v.
1.
να κάνει κάποιος φανατικός για κάτι, ή να γίνει φανατική για κάτι