extraverted

Προφορά της λέξης:  US [ˈekstrəˌvɜrtəd] UK [ˈekstrəʊˌvɜːtɪd]
  • adj.Κοινωνικότητα
  • WebΕξαγωγικό προσανατολισμό? Επιτρέπει την έξοδο. Εξωστρεφή
adj.
1.
αυτοπεποίθηση και χαρούμενοι σε κοινωνικές καταστάσεις