extern

Προφορά της λέξης:  US [-tɜ:rn] UK ['ekstɜ:n]
  • n.Δεν ζουν εντός το προσωπικό του στον ίδιο δημόσιο οργανισμό· Περιπατητική νοσοκομείο προσωπικό
  • adj.Με την «εξωτερική»
  • WebΟι οικότροφοι? εξωτερικά? εξωτερικές μεταβλητές