extensor

Προφορά της λέξης:  UK [ɪk'stensə(r)] [-sɔ:rek's-]
  • n.Εκτεινόντων
  • WebΤέντωμα μυών; Ισιώσει μυών; Εκτεινόντων καρπού
n.
1.
ένας μυς που ισιώνει ή να επεκτείνει ένα μέρος του σώματος, π. χ. ένα χέρι ή πόδι
n.
1.
  • Αγγλική λέξη extensor δεν μπορεί να γίνει.
  • Βασίζεται σε extensor, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
    i - exertions 
    s - exsertion 
  • Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το extensor, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
  • Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων  Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με extensor, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν extensor ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με extensor
  • Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του :  e  ex  extensor  t  ten  tens  tensor  e  en  ens  s  so  or  r
  • Βασίζεται σε extensor, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
  • Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων:  ex  xt  te  en  ns  so  or
  • Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με extensor από το επόμενο γράμμα
  • Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με extensor :
    extensor 
  • Αγγλικές λέξεις που περιέχουν extensor :
    extensor 
  • Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με extensor :
    extensor