excommunicating

Προφορά της λέξης:  US [ˌekskəˈmjunɪˌkeɪt] UK [ˌekskəˈmjuːnɪˌkeɪt]
  • v.Να στερήσει από προνόμια (ενορίτες) (τέτοια όπως στην εκκλησία, Θάψτε, λάβουν θεία κοινωνία, κλπ)
  • adj.Ήταν εξόριστος αιρέσεις
  • n.Ήταν εξόριστος αιρέσεις που
  • WebΑφόρισε? Αφόρισε
v.
1.
να πω επισήμως ότι κάποιος μπορεί να είναι πλέον μέλος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, επειδή έκαναν κάτι που σπάει τους κανόνες