eschew

Προφορά της λέξης:  US [esˈtʃu] UK [ɪsˈtʃuː]
  • v.Αποφύγετε
  • WebΑποφύγετε? απέχουν? Dodge
avoid dodge duck elude escape evade finesse get around scape shake shirk shuffle (out of) shun weasel (out of)
v.
1.
να αποφύγει να κάνει κάτι, ειδικά για λόγους ηθικής