episcopates

  • n.Επίσκοπος [άδεια όρος]? Οι επίσκοποι? Η Επισκοπή
  • WebΓραφείο του Επισκόπου? Επισκοπές.? Επισκοπή
n.
1.
το γραφείο, τη θέση ή την διάρκεια της θητείας ενός επισκόπου
2.
Επίσκοπος» s Επισκοπή ή τη δικαιοδοσία
3.
επίσκοποι, ως μια ομάδα
n.
2.
a bishop' s diocese or jurisdiction 
3.