enwinding

Προφορά της λέξης:  US [ɛnˈwaɪndɪŋ] UK [inˈwaindɪŋ]
  • v.Τσάντα
  • WebΕκκαθάριση
v.
1.
σε αέρα ή κάτι πηνίο γύρω από κάποιον ή κάτι