entrust

Προφορά της λέξης:  US [ɪnˈtrʌst] UK [ɪn'trʌst]
  • v.Πληρεξούσιοι? εμπιστοσύνη? αναθέσει
  • WebΕμπιστοσύνη? αναθέσει? αναθέσει
v.
1.
να δώσει κάποιος ευθύνη για ένα σημαντικό έργο ή δραστηριότητα