enrolled

Προφορά της λέξης:  US [ɪnˈroʊl] UK [ɪnˈrəʊl]
  • v.Εγγραφείτε για να... Καταχώρηση στο μητρώο [λίστα Κατάλογος]? σχολείο? κάνοντας την στρατιωτική θητεία
  • WebΠροσλάβει? καταχώρισης εγγραφή είσοδος
v.
1.
να βάλουμε το όνομά σας στον επίσημο κατάλογο των φοιτητών που πάει σε ένα συγκεκριμένο σχολείο, Πανεπιστήμιο, μαθημάτων, κλπ., ή να θέσει ένα άλλο πρόσωπο» s όνομα στον κατάλογο για τους
na.
1.
Η παραλλαγή του Εγγράψτε
v.
1.
to put your name on the official list of students who go to a particular school, university, course, etc, or put another person’ s name on the list for them 
na.