enmeshes

Προφορά της λέξης:  US [ɛnˈmɛʃiz] UK [enˈmeʃiz]
  • v.... Σκοντάψει στο Διαδίκτυο. ζωντανά στο ταξίδι
  • WebΜατιών? έχουν εμπλακεί σε δίκτυο
v.
1.
να μπλέκω κάποιος ή κάτι σε κάτι από το οποίο είναι δύσκολο να extricated ή διαχωρίζονται
2.
να πιάσει κάποιος ή κάτι σε του πλέγματος των ένα δίχτυ