enlacing

  • v.Στον τόμο? Δεμένο? Γύρω από
  • WebΤύλιγμα? Σύνδεση? Lache
v.
1.
να τυλίξουν κάτι γύρω από με κορδόνια ή κάτι παρόμοιο
2.
να πλέκω με κάτι, ή να συνενωθούν
  • Woodcutters' paths..enlace every hill.
    Πηγή: N. Freeling