endmost

Προφορά της λέξης:  US ['endˌmoʊst] UK ['endməʊst]
  • adj.Στο τέλος του
  • WebΣτο τέλος του
adj.
1.
πλησιέστερο ή στο τέλος
2.
τελευταία ή πιο μακρινό
adj.