empties

Προφορά της λέξης:  US [ˈemptiz] UK ['emptiz]
  • n.Άδεια μπουκάλια και κενό γυαλί
  • v."Κενό" τρίτο πρόσωπο ενικού
  • WebΠράγα, σπουδής? αντικείμενα? Δώσε μου ένα μπουκάλι
n.
1.
άδειοι περιέκτες, ειδικά μπουκάλια και ποτήρια, αφού το υγρό έχει μεθύσει
v.
1.
Το τρίτο πρόσωπο ενικού ενεστώτα των κενών