elasticity

Προφορά της λέξης:  US [ɪlæˈstɪsəti] UK [ˌiːlæˈstɪsəti]
  • n.Ελαστική? Ελαστική
  • WebΜέτρο ελαστικότητας Επεκτασιμότητα? Ευελιξία
n.
1.
η δυνατότητα μιας ουσίας να τεντώσει εύκολα και στη συνέχεια να επιστρέψουν στην αρχική μορφή του γρήγορα
2.
την ικανότητα να αλλάξει όταν αλλάζει η κατάσταση