eigenvector

Προφορά της λέξης:  US ['aɪdʒənˌvektə] UK ['aɪgənvektə(r)]
  • n.Χαρακτηριστικό φορέων· Ιδιοδιανύσματα (αριθμός)? Eigen διάνυσμα
  • WebΙδιοδιανύσματα? Eigen φορέων· Eigenvector
n.
1.
ένα διάνυσμα των οποίων η αξία δεν είναι μηδέν αντιστοιχούν σε μια συγκεκριμένη ιδιοτιμή στην εξίσωση με αποτέλεσμα να eigenvalue