educability

Προφορά της λέξης:  US [ˌedʒʊkə'bɪlətɪ] UK [ˌedʒʊkə'bɪlɪtɪ]
  • n.(Εκπαιδευτικών)
  • WebΤο Teachability? Οικοδομή? Η δυνατότητα της εκπαίδευσης