edging

Προφορά της λέξης:  US [ˈedʒɪŋ] UK ['edʒɪŋ]
  • n.Άκρη διαγωγών και περιθώριο
  • v.Την "άκρη" του η μετοχή ενεστώτα
  • WebΤρόχισμα και διακόσμηση ΜΟΚΕΤΩΝ
n.
1.
κάτι που αποτελεί την άκρη του κάτι άλλο
v.
1.
Η μετοχή ενεστώτα του άκρου