eastern

Προφορά της λέξης:  US [ˈistərn] UK [ˈiːstə(r)n]
  • adj.Ανατολή. ανατολικά από την Ανατολή. Ανατολή
  • n.Την Ανατολή. η Ορθόδοξη πίστη
  • WebΑνατολική Ανατολή
adj.
1.
εν ή από την Ανατολή της μια χώρα ή τον τόπο
adj.
1.
Ειρηνικό Ωκεανό και την Αυστραλία >> Φίτζι >> Ανατολική Division
North America >> United States >> Eastern