doubtfully

Προφορά της λέξης:  US [ˈdaʊtfəlɪ] UK ['daʊtfəlɪ]
  • adv.Αμφιβολία? Γεμάτο αμφιβολίες? Αμφιβολίες? Αρνητικά ο Φόρστερ
  • WebΎποπτες? Αόριστες? Δεν είμαι σίγουρος
adv.
1.
με ή εκφράζοντας αμφιβολία
adv.