disproportionate

Προφορά της λέξης:  US [ˌdɪsprəˈpɔrʃ(ə)nət] UK [ˌdɪsprəˈpɔː(r)ʃ(ə)nət]
  • adj.Δυσανάλογη? Δυσανάλογη? Πάρα πολύ (ή πολύ λίγο)
  • WebΗ έλλειψη ισορροπίας? Ασύμμετρη? Άνιση
adj.
1.
Αν κάτι είναι δυσανάλογη, είναι μεγαλύτερα ή μικρότερα από ό, τι θα πρέπει να είναι σε σύγκριση με κάτι άλλο