discontented

Προφορά της λέξης:  US [ˌdɪskənˈtentəd] UK [ˌdɪskənˈtentɪd]
  • adj.Δυσαρεστημένοι? Δεν πληροί τις
  • WebΔεν έμεινε ικανοποιημένη? Δυσαρεστημένοι? Άνιση
adj.
1.
δεν είναι ικανοποιημένοι με κάτι