disburden

Προφορά της λέξης:  US [dɪs'bɜːdən]
  • v.Κατάργηση (βάρος)? Να απαλλαγούμε από? Στον πειρασμό (και αναμονή)? Απαλλαγή
  • WebΆρση της πίεσης· Ήσυχοι? Καταργώντας τη
v.
1.
να κερδίσει ανακούφιση από της έλεγε κάποιος για κάτι που προκαλεί άγχος ή ενοχή
2.
στην ελεύθερη κάποιος ή κάτι από ένα βάρος ή περιορισμού