disappearance

Προφορά της λέξης:  US [ˌdɪsəˈpɪrəns] UK [ˌdɪsəˈpɪərəns]
  • n.Λείπει? Εξαφανιστούν? Δεν μπορώ να δω? Διάχυση
  • WebΕξαφανιστεί? Εξαφανίζονται? Η εξαφάνιση της
n.
1.
μια κατάσταση στην οποία κάποιος ή κάτι μπορεί να πλέον να βρεθούν ή να δει
2.
μια κατάσταση στην οποία κάτι σταματήσει να συμβαίνουν ή υπαρχόντων