disaffecting

  • v.Αποξένωση? Δυσαρέσκεια? Απιστία
  • WebΔεν έμεινε ικανοποιημένη? Αποστάτες? Μη ικανοποιητική
v.
1.
για να γίνει κάποιος δυσαρεστημένος με κάποιον ή κάτι, ειδικά κάποιος να τους οποίους σέβονται ή πίστη βεβαιούμενης