directional

Προφορά της λέξης:  US [daɪˈrekʃən(ə)l] UK [dɪˈrekʃ(ə)n(ə)l]
  • adj.Συνδέσεις με? Την κατεύθυνση της
  • WebΚατευθυντικότητα? Κατευθυντική? Ανακατεύθυνση
adj.
1.
που αφορούν ή να δείχνει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
2.
σχεδιαστεί για να στείλετε ή να λάβετε καλύτερη ραδιοσήματα προς μία κατεύθυνση από ό, τι σε άλλες