devote

Προφορά της λέξης:  US [dɪˈvoʊt] UK [dɪˈvəʊt]
  • v.Συμβολή στην... Αφιερωμένο στην? άδεια
  • WebΑφοσίωση, δέσμευση και αφοσίωση
v.
1.
να δεσμευθείτε να, ή κατανείμει ή να χρησιμοποιήσετε κάτι, για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, στόχος, ή το σκοπό