devastated

Προφορά της λέξης:  US [ˈdevəˌsteɪtəd] UK [ˈdevəˌsteɪtɪd]
  • adj.Χάος
  • v."Καταστρέψει" αόριστο και την μετοχή αορίστου
  • WebΚαταστράφηκαν· Η κατάρρευση? Σοκ
adj.
1.
αίσθημα πολύ σοκαρισμένος και αναστατωμένος
v.
1.
Το παρελθόν τεταμένη και ξεβοτανίζω καταστρέφουν