deferrable

Προφορά της λέξης:  UK [dɪ'fɜːrəbl]
  • adj.Παράταση? Αναστολή της
  • n.Όμορφη αναβολή επιλεξιμότητας
  • WebΜπορεί να παραταθεί- Μπορεί να καθυστερήσει? Αποσβέσεις αναβληθεί