defect

Προφορά της λέξης:  US [dɪˈfekt] UK [dɪ'fekt]
  • n.Επιβαρύνσεων· αδυναμία? προβλήματα
  • v.Ανταρσία? προδοσία να ελάττωμα
  • WebΑτέλειες επιβαρύνσεων· λιγότερο από
n.
1.
βλάβη σε κάποιον ή κάτι
v.
1.
να αφήσει μια χώρα, πολιτικό κόμμα ή οργάνωση και να πάει σε ένα άλλο